- αντιμεταβολή
- ἀντιμεταβολή, η (Α)ρητορικό, σχήμα κατά το οποίο η σημασία της πρώτης ημιπεριόδου αντιστρέφεται στη δεύτερη («οὐ γὰρ Αἰσχίνης διὰ τὴν εἰρήνην κρίνεται, οὐκ, ἀλλ' ἡ εἰρήνη δι' Αἰσχίνην διαβέβληται»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντιμεταβολῇ — ἀντιμεταβολή transposition fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιμεταβολή — transposition fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιμεταβολήν — ἀντιμεταβολή transposition fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)